- φαινίς
- φαινίς, ίδος, ἡ, Laced. for ἀνεμώνη, Sosib. ap. Sch.Theoc.5.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαινίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινίς — ίδος, ἡ, Α η ανεμώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφονδυλ ίς)] … Dictionary of Greek
φαινίδας — φαινίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινίδος — φαινίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)